- ευκοινόμητις
- εὐκοινόμητις, ὁ, ἡ (Α)1. αυτός που σκέφτεται, που φροντίζει για το κοινό καλό ή που σκέφτεται από κοινού («προμαθὶς εὐκοινόμητις ἀρχά», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοινός + μήτις «σκέψη, στοχασμός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐκοινόμητις — deliberating for the public weal nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)